- Κυκλοβόρος
- Κυκλοβόροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκλοβόρος — κυκλοβόρος, ὁ (Α) ως κύριο όν. ὁ Κυκλοβόρος ονομασία χειμάρρου τής Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + βόρος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. σαρκο βόρος, χρονοβόρος] … Dictionary of Greek
Κυκλοβόρον — Κυκλοβόρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυκλοβόρου — Κυκλοβόρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλοβορώ — κυκλοβορῶ, έω (Α) [κυκλοβόρος] ηχώ σαν τον Κυκλοβόρο, κραυγάζω («καὶ ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου κακυκλοβόρει», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek